- σινωπική
- ἡ, Αβλ. σινωπικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σινωπικῇ — Σινωπική an inhabitant thereof fem dat sg (attic epic ionic) Σινωπικός an inhabitant thereof fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σινωπική — an inhabitant thereof fem nom/voc sg (attic epic ionic) Σινωπικός an inhabitant thereof fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σινωπικαῖς — Σινωπική an inhabitant thereof fem dat pl Σινωπικός an inhabitant thereof fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σινωπικῆς — Σινωπική an inhabitant thereof fem gen sg (attic epic ionic) Σινωπικός an inhabitant thereof fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σινωπικήν — Σινωπική an inhabitant thereof fem acc sg (attic epic ionic) Σινωπικός an inhabitant thereof fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σινωπικός — ή, ό / σινωπικός, ή, όν ΝΜΑ [Σινώπη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Σινώπη τού Εύξεινου Πόντου μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. η σινωπική (ενν. μίλτος) ερυθρό χώμα προερχόμενο από την Καππαδοκία και εξαγόμενο στην Ελλάδα μέσω τής Σινώπης που… … Dictionary of Greek
Σινωπικά — Σινωπικά̱ , Σινωπική an inhabitant thereof fem nom/voc/acc dual Σινωπικά̱ , Σινωπική an inhabitant thereof fem nom/voc sg (doric aeolic) Σινωπικός an inhabitant thereof neut nom/voc/acc pl Σινωπικά̱ , Σινωπικός an inhabitant thereof fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιναπίδι — το / σιναπίδιον, ΝΜΑ κοκκινόχωμα, βαφική ουσία, το σινωπίδιον*, η σινωπική* νεοελλ. νόσος τών φυτών, σκωρίαση τών σιτηρών αρχ. μικρό σινάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίναπι «είδος φυτού» + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. βιβλ ίδιον)] … Dictionary of Greek
σινωπίδιον — και σινοπίδιον, τὸ, Μ [σινωπίς, ίδος] η σινωπική* … Dictionary of Greek
σινωπίς — ίδος, ἡ, Α 1. η περιοχή τής Σινώπης 2. η σινωπική*, ως χρωστική ουσία 3. ονομασία φαρμάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σινώπη + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. Παρνασσ ίς)] … Dictionary of Greek